τελειωμός

τελειωμός
ο
αποπεράτωση, τερματισμός, εξάντληση: Τελειωμό δεν έχει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τελειωμός — ο, Ν [τελειώνω] 1. αποπεράτωση 2. τέλος, τέρμα, λήξη 3. φρ. «δεν έχει τελειωμό» λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποσότητα, η έκταση ή η χρονική διάρκεια είναι πολύ μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής …   Dictionary of Greek

  • σχολασμός — ὁ, Μ [σχολάζω] σταμάτημα, τελειωμός («αὐτὰ ἔλεγε καὶ σχολασμὸν δὲν εἶχε», Διγεν. Ακρ.) …   Dictionary of Greek

  • σωμός — ο, Ν [σώνω (Ι) / σώζω] το να σώνεται, να τελειώνει κάτι, τελειωμός …   Dictionary of Greek

  • τελείωμα — το, ατος τελειωμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”